Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

25 Μαρτίου 2013 - τα ποιήματα μας



Ύμνος των προγόνων

Εσείς, που πρωτοσπείρατε
της λευτεριάς το σπόρο,
λαχταρισμένο δώρο
στη σκλαβωμένη γη,
Εσείς, κι όταν ωρίμασαν
τα στάχυα καρποφόρα,
του θερισμού την ώρα,
μας γίνατε οδηγοί.
Σαν ίσκιοι μεγαλόκορμοι
κι απείραχτοι απ’ τα χρόνια
σέρνετε εμάς τ’ αγγόνια
στο δρόμο της τιμής.
Κι όπου πολέμου κράξιμο
κι όπου της μάχης κρότοι,
εσείς περνάτε πρώτοι
κι ακολουθούμ’ εμείς.
Στη μνήμη σας ανάβομε
χρυσά λιβανιστήρια,
για σας τα νικητήρια
τα χείλη μας υμνούν,
και πλέκοντας τα χέρια μας
της δόξας τα στεφάνια,
δική μας περηφάνεια,
στους τάφους σας κρεμνούν.

Ευαγγελισμός - Ελληνισμός (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μια φλόγα αστράφτει ακούονται ψαλμοί και μελωδία.
Πετάει έν' άστρο σταματά εμπρός εις τη Μαρία
"Χαίρε της λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε Μαρία, Χαίρε!"

Επέρασαν χρόνοι πολλοί... Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλι ο ουρανός... Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.
Τα σιδερά είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια , η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλά της.
Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει και περνά έν' άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο 'Αγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του...

"Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς ανάστα, χαίρε".

Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαύρ' η πεθαμένη
νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνήμ' αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...
Κανείς δεν αποκρένεται... Βγαίνει πετά στα όρη...
Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.

"Ξυπνάτε εσείς που κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε".

Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αιθέρα
μ' όλα τα κάλλη τ' ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθείς ας μεταλάβει
από τη χάρη του Θεού. Και σεις και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στη καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφορεσμένοι να 'στε.

ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ

Στις θάλασσες πολέμησα
με λένε Λασκαρίνα
και στον αγώνα έγινα
γενναία Μπουμπουλίνα.
Στη θάλασσα κι άλλα παιδιά
μαζί μου αντρειωμένα
πολέμησαν με μια ψυχή
κι έγιναν δοξασμένα.
Είμαι πολύ περήφανη
που έγινα θυσία
τώρα στην Ελλάδα μας
λάμπει ελευθερία.

ΣΗΜΕΡΑ ΕΧΩ ΜΙΑ ΧΑΡΑ

Σήμερα έχω μια χαρά!
ήρθε κι εμένα η σειρά
να γίνω τσολιαδάκι.

Για της Πατρίδας τη γιορτή
Να η φουστανέλα η λευκή,
το κόκκινο φεσάκι!

Λεβέντικα θα περπατώ
με τι καμάρι θα κρατώ
τη γαλανή σημαία.

Και τα χεράκια θα χτυπώ
για σε που τόσο αγαπώ,
Πατρίδα μου ωραία!

Η ΑΓΙΑ ΜΕΡΑ
Πόσα χρόνια σκλαβωμένη
πόσα χρόνια πονεμένη
ήτανε η δικιά μας
η Πατρίδα η γλυκιά;

Δεν ήτανε ούτε δέκα
ούτε εκατό
τετρακόσια όλα μαζί
και υπέφερε πάρα πολύ.

Και να που ήρθε η άγια μέρα
η μεγάλη, η τρανή
η δικιά μας η Πατρίδα
για να δοξαστεί.
Κι ας ακούσει ο κόσμος όλος
με περήφανη καρδιά
πάντ’ αχώριστες θα ζούνε
Δόξα Ελλάδα, Λευτεριά


ΕΘΝΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ
Γιορτάζει η Πατρίδα μεγάλη χαρά.
Σιμά η δόξα μ’ ολάσπρα φτερά.

Γιορτάζει η Πατρίδα σε κάθε μεριά.
Μυρίζουν οι δάφνες γελά η Λευτεριά.

Σ’ αυτή τη γιορτή μας ελάτε παιδιά.
Ψηλά τη σημαία ψηλά την καρδιά.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ

ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 1
Γυναίκες Ελληνίδες,
ακούστε με καλά!
Καλύτερος ο θάνατος
φτάνει πια η σκλαβιά.

Τον Τούρκο τον αντίχριστο
εμείς δεν προσκυνούμε!
Καλύτερα το θάνατο
μονάχες μας να βρούμε.

ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 2
Θεέ μου, ως πότε θα μπορώ
σκλάβα να είμαι ακόμα
και να πατούν οι βάρβαροι
το άγιο μας το χώμα;

ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 3
Ο πόνος είν’ αβάσταχτος
στων Τούρκων όμως πάλι
στα χέρια άμα πέσουμε
ντροπή θα ‘ναι μεγάλη.

Από το Σούλι ας μάθουν όλοι
τι θα πει ελευθερία
και οι γενναίες προτιμάνε
θάνατο ή ελευθερία.

ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 4
Όλες μαζί ας πέσουμε
στο Ζάλογγο βαθιά
παρά σκλάβες να ζούμε
στων Τούρκων τα δεσμά.

Καλύτερα μιας ώρας
ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια
σκλαβιά και φυλακή.

Θαυμάζω την Ελλάδα μας

Θαυμάζω την Ελλάδα μας
μ’ όλες τις ομορφιές της.
Μα πιο πολύ απ’ όλα της
τις θρυλικές μορφές της.
Θαυμάζω όλους τους ήρωες,
τα παλικάρια όλα,
που διώξανε τον τύραννο
από αυτή τη χώρα.
Θαυμάζω το Νικηταρά
τους Κολοκοτρωναίους
τον Οδυσσέα Ανδρούτσο μας
κι όλους τους Τζαβελλαίους.
Θαυμάζω τις Σουλιώτισσες,
το Ζάλογγο θαυμάζω!
Το Μεσολόγγι σκέπτομαι
κι αλήθεια ανατριχιάζω.
Θαυμάζω τους νησιώτες μας
τα παλικάρια εκείνα
Μιαούλη, Κανάρη Κωνσταντή
κι αυτή τη Μπουμπουλίνα.
Του Διάκου την υπέροχη
την αρετή θαυμάζω
και με συγκίνηση βαθειά
το λέω και το φωνάζω.
Είμαι εγώ Ελληνόπουλο
απ’ ένδοξους προγόνους
φέρω βαριά κληρονομιά
από χιλιάδες χρόνους.
Έχω κι εγώ όπως αυτοί,
αγάπη στην Πατρίδα
λατρεία εις τη Λευτεριά
και πίστη στη θρησκεία.
25η Μαρτίου
Πατρίδα μου τρισένδοξη, μάνα λεβεντογέννα,
σήμερα που γιορτάζουμε ως κάθε σου μεριά,
θυμίζεις σε όλα τα παιδιά τ' άφθαστο εικοσιένα,
την Άγια Λαύρα, τον ραγιά, τον γέρο του Μωριά.
Σαν σήμερα πατρίδα μας, πήρες το καριοφύλλι
κι η λευτεριά στο χώμα σου θρονιάστηκε ξανά,
οι εχθροί με μιας ετρόμαξαν, σε θαύμασαν οι φίλοι
και με το φως σου έλαμψαν θάλασσες και βουνά!
Και έμεινες αδούλωτη κι αθάνατη μας χώρα,
πιστή μπρος στην πανάρχαια βαριά κληρονομιά,
και χαίρεσαι τα τέκνα σου και βασιλεύεις τώρα
κι είν' υπερήφανη για σε η νέα σου γενιά!

ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ
Κρυφά σχολειά και ματωμένα ράσα,
γκρεμίσανε τη βάρβαρη σκλαβιά,
ανέβηκες Ελλάδα πάνου απ’ τ’ άστρα
να κράξεις: «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!»

Ψηλά κι ολόρθη πάλεψες στη μπόρα
το σύμβολο να μείνεις των Λαών,
Ιδέα, Φως, τραγουδισμένη χώρα,
μητέρα των Ολύμπιων Θεών.

Ψυχές και θάλασσες και βράχοι,
τα Ζάλογγα τα στήσανε βωμό
κι η Δόξα που περπάτησε μονάχη,
αντάμωσε τον ώριο Λυτρωμό.

Φεγγοβόλο το φως του Εικοσιένα,
θ’ αστράφτει στων Ελλήνων την καρδιά
και πάντα σαν και πρώτ’ αντρειωμένα,
θα λέμε: «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά!»
Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Βαριά του κλέφτη η καρδιά.
Βαριά και πικραμένη.
Τα στήθια του σκέτη φωτιά
τα μάτια αστροπελέκι.

Του Τούρκου χρόνια η σκιά
επάνω του βαραίνει.
Δεν την αντέχει άλλο πια
τούτη την καταφρόνια.
Σύντροφος μόνο η πίστη του
και φίλος το ντουφέκι.

Μαύρη η νύχτα στα βουνά
τον πνίγει το σκοτάδι.
Ακόμα και τα ζωντανά
τ' άγρια τα φοβίζει.

Τ' αποσταμένο του κορμί
έγειρε στο πλατάνι
να κοιμηθεί μία σταλιά
να πάρει μιαν ανάσα
και τ' όνειρο της Λευτεριάς
στον ύπνο του να ζήσει.

ΕΛΛΑΔΑ
Δε χορταίνω να βλέπω τον ήλιο
που το φώς του σκορπάει στην πλάση,
δε χορταίνω να βλέπω τους κάμπους
τα βουνά τις πλαγιές και τα δάση.

Δε χορταίνω να βλέπω τα δέντρα
τις πηγές τη μικρή μας πλατεία,
δε χορταίνω να ζω ν' αναπνέω
στην ωραία αυτή Πολιτεία.

Δε χορταίνω να βλέπω ακρογιάλια
και πανώρια νησιά στην αράδα,
δε χορταίνω να βλέπω εσένα
ω Πατρίδα Ελλάδα, Ελλάδα!

25η Μαρτίου 1821
1. Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες
η Μοίρα σ' έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,
τη λευτεριά να διαφεντεύης στους αιώνες.

2. Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα
στη γή σου πελεκούνε Παρθενώνες
κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα
3. Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει
τυράννων μαύρη σκιά τ' άγιο σου χώμα
και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνη.
4. Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα
πιο ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.
Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα

5. Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία
το πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-
το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,

6. Τινάχτης, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι
ευώδιαζαν. Τινάχτης την αιτία
για να μετρήσης του κακού, που φρένα λύνει

7. Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,
με ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,
το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.

8. Και φώναξες τρανά "Καιρός πολέμου.
Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.
Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου".



Ο θούριος
Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθείς
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς.
Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να `χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστην του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζει,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σαν θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.
Ο κόσμος να γλιτώσει, απ’ αύτην την πληγή,
κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Ελεύθεροι πολιορκημένοι
(Διονυσίος Σολωμός - απόσπασμα)
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ' η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει."

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι' ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες της λίμνης τα νερά, οπ' έφθασε μ' ασπούδα
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κ' εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
Αθάνατοι νεκροί
υπόσχεση σας δίνουμε
πως αν θα χρειαστεί
αντάξιοι θα γίνουμε.

Η Λευτεριά περήφανη
στον τόπο μας θα μείνει.
Το λέμε να το μάθουνε
όλοι εχθροί και φίλοι.
Στο τέλος οι μαθητές διαβάζουν  αποσπάσματα
απο τον Ύμνο είς την Ελευθερία


.... και το τραγούδι της παρέλαση μας θα είναι το :
ΑΓΙΑ ΜΕΡΑ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ
Όλη η δόξα όλη η χάρη
άγια μέρα ξημερώνει
και τη μνήμη σου το Έθνος
χαιρετά γονατιστό
Και τα στήθη όλο φλόγα
με τον ήλιο σου πυρώνεις
που χρυσός με περηφάνια
περπατεί στον ουρανό
Στην Αγία Λαύρα τώρα
που χρυσές ακτίνες ρίχνει
και του Θείου Ιεράρχη
χαιρετάει τη σκιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου